πλαστικά

πλαστικά
πλαστικός
fit for moulding
neut nom/voc/acc pl
πλαστικά̱ , πλαστικός
fit for moulding
fem nom/voc/acc dual
πλαστικά̱ , πλαστικός
fit for moulding
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμινοπλαστικές ρητίνες — Πλαστικά προϊόντα που παρασκευάζονται από ουσίες που περιέχουν αμινικές ομάδες (ουρία, ανιλίνη κλπ.) με φαρμαλδεΰδη …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ακρυλικά — Συνθετικά πλαστικά και υφάνσιμα που σχηματίζονται από την ακρολεΐνη (βλ. λ.), το ακρυλικό οξύ ή τα παράγωγά τους με πολυμερισμό. Ένα από τα πιο σπουδαία α. υφάνσιμα είναι το ορλόν που σχηματίζεται από τον πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου.… …   Dictionary of Greek

  • απορρίμματα — Άχρηστα υλικά που προέρχονται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και αποβάλλονται στο περιβάλλον σε διάφορες μορφές (στερεά, υγρά, αέρια). Αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα σημερινά οικολογικά προβλήματα, γιατί ο σύγχρονος τρόπος ζωής αυξάνει… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • μελαμίνη ή κυανουραμίδιο — Χημικό προϊόν μεγάλου βιομηχανικού ενδιαφέροντος, το οποίο αποτελεί το τριαμίδιο του κυανουρικού οξέος. Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική ουσία, με βασικό χαρακτήρα και χημικό τύπο C3H6N6· έχει μοριακό βάρος 126 και ειδικό βάρος 1,573. Τήκεται… …   Dictionary of Greek

  • Handakas — Héraklion Héraklion (el) Ηράκλειο Administration Pays …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”